σπαράττω

σπαράττω
σπαράσσω
tear
pres subj act 1st sg (attic)
σπαράσσω
tear
pres ind act 1st sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκυτίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπαράττω». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σκῦτος «δέρμα, βύρσα»] …   Dictionary of Greek

  • σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • ՕՇԱՏԵՄ — ( ) NBH 2 1028 Chronological Sequence: 5c, 6c ՕՇԱՏԵԼ. Տ. ՅՕՇՈՏԵԼ. σπαράττω. *Զորդիսն օշատեն: Այս ոք օշատեաց զայն ոմն: Վայելուչ զանձեռնընդել չար գազանիդ օշատել մասուն. մարմնոյ. Առ որս. ՟Ա: Նոննոս.: Պիտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”